-
1 hospitalité
φιλοξενία -
2 pohostinnost
φιλοξενία -
3 pohostinství
φιλοξενία -
4 hospitality
φιλοξενία -
5 gościnność
φιλοξενία -
6 гостеприимство
гостеприимство с η φιλοξενία· оказать \гостеприимство φιλοξενώ* * *сη φιλοξενίαоказа́ть гостеприи́мство — φιλοξενώ
-
7 хлеб-соль
хлеб-сольж разг (гостеприимство) ἡ φιλοξενία:встречать кого́-л. хлебом-со́лыо ὑποδέχομαι φιλόξενα κάποιον, παρέχω φιλοξενία σέ κάποιον водить с кем-л, \хлеб-соль ἔχω φιλίες σχέσεις μέ κάποιον. -
8 гОстеприимство
гОстеприим||ствос ἡ φιλοξενία. -
9 оказывать
оказ||ыватьнесов:\оказывать внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \оказывать любезность φέρομαι εὐγενικά, κάνω χάρη· \оказывать содействие παρέχω βοήθεια· \оказывать услугу προσφέρω (μιά) ὑπηρεσία· \оказывать поддержку παρέχω ὑποστήριξη, ὑποστηρίζω κάποιον \оказывать предпочтение προτιμώ, προκρίνω· \оказывать влияние ἐξασκώ ἐπιρροή· \оказывать давление ἐξασκῶ πίεση· \оказывать сопротивление ἀντιστέκομαι, προβάλλω ἀντίσταση· \оказывать гостеприимство παρέχω φιλοξενία, φιλοξενώ. -
10 хлебосольство
хлебосол||ьствос ἡ φιλοξενία. -
11 hospitality
noun (a friendly welcome for guests or strangers, which often includes offering them food, drink etc.) φιλοξενία -
12 хлебосольство
[χλιεμπασόλ'στβα] ουσ. ο. φιλοξενία -
13 хлебосольство
[χλιεμπασόλ'στβα] ουσ ο φιλοξενία -
14 гостеприимство
-а ουδ.φιλοξενία. -
15 гость
-я, γεν. πλθ. -ей.1. φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης•идти в -и πηγαίνω μουσαφίρης•
быть в -ях φιλοξενούμαι•
незванный гость ακάλεστος μουσαφίρης•
желанный гость ευπρόσδεκτος μουσαφίρης•
почетный гость τιμητός ξένος (φιλοξενούμενος)•
вы у нас редкий гость σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια.
|| ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος.2. προσκαλεσμένος (σε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)• места для -ей θέσεις για τους προσκαλεσμένους.3. έμπορος (συνήθως αλλοδαπός).εκφρ.из -ей прийти (вернуться – κ.τ.τ.) έρχομαι από φιλοξενία•в -ях хорошо, а дома лучше – σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος παρμ. -
16 куначество
-а ουδ.φιλία• φιλοξενία (καυκάσια λ.). -
17 хлебосольство
-а ουδ.φιλοξενία. -
18 ağırlama
περιποίηση, φιλοξενία
См. также в других словарях:
φιλοξενία — φιλοξενίᾱ , φιλοξενία hospitality fem nom/voc/acc dual φιλοξενίᾱ , φιλοξενία hospitality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενίᾳ — φιλοξενίαι , φιλοξενία hospitality fem nom/voc pl φιλοξενίᾱͅ , φιλοξενία hospitality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενία — η 1. τονα είναι κανείς φιλόξενος (βλ. λ.): Η φιλοξενία είναι γνώρισμα ελληνικό. 2. η υποδοχή και περιποίηση με φιλοφροσύνη ξένων στο σπίτι μας: Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοξενία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοξενίη Α [φιλόξενος] 1. το να φιλοξενεί κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος φιλόξενος (α. «φημίζεται για την φιλοξενία του» β. «Θησέως ἀποδόντος αὐτοῑς ἀμοιβὴν τῆς φιλοξενίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
φιλοξενίας — φιλοξενίᾱς , φιλοξενία hospitality fem acc pl φιλοξενίᾱς , φιλοξενία hospitality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενίαι — φιλοξενία hospitality fem nom/voc pl φιλοξενίᾱͅ , φιλοξενία hospitality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενίαν — φιλοξενίᾱν , φιλοξενία hospitality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενίαις — φιλοξενία hospitality fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενίη — φιλοξενία hospitality fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενίην — φιλοξενία hospitality fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενίης — φιλοξενία hospitality fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)